- πρωτάγριον
- πρωτάγριον, τό,A first fruits of the chase, Call.Dian.104: mostly pl., first fruits, first prize, AP9.656.8, Nonn.D.19.196, 37.467.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρωτάγριον — first fruits of the chase neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτάγριον — τὸ, ΜΑ συν. στον πληθ. τὰ πρωτάγρια μτφ. 1. οι πρώτοι καρποί («βασιλῆϊ φέρων πρωτάγρια μόχθων», Ανθ. Παλ.) 2. τα πρώτα βραβεία («τερπομένῃ παλάμῃ πρωτάγρια κούφισε νίκης», Noνν.) αρχ. η πρώτη άγρα, το πρώτο κυνήγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * +… … Dictionary of Greek
πρωτάγρια — πρωτάγριον first fruits of the chase neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)